Οι ρινικοί πολύποδες είναι καλοήθης πάθηση της ρινός και αποτελούν «ζελατινώδεις» προεκβολές του βλεννογόνου ,σαν ρόγες από σταφύλι, στο εσωτερικό της ρινός προκαλώντας απόφραξη και δυσχέρεια στην αναπνοή αλλά κυρίως απώλεια της όσφρησης. Η συγκεκριμένη πάθηση συνδέεται συχνά με αλλεργικό υπόβαθρο ή άσθμα και χρειάζεται ολοκληρωμένη διαχείριση για την αποτελεσματική αντιμετώπισή της.
Η θεραπεία των πολυπόδων γίνεται αρχικά με ενδοσκοπική χειρουργική και στη συνέχεια με εφ’ όρου ζωής φαρμακευτική αγωγή (ρινικά σπρέι). Οι ρινικοί πολύποδες έχουν την τάση να υποτροπιάζουν και ενδεχομένως να χρειαστούν περισσότερες από μια επεμβάσεις στο πέρας των ετών. Γι αυτό το λόγο είναι σημαντική ή άψογη συνεργασία ασθενούς –ιατρού αλλά και η ορθή αντιμετώπισή τους ώστε να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα υποτροπής.
Η εξέταση της ρινός με τη χρήση ενδοσκοπίου θα αναδείξει τη σοβαρότητα του προβλήματος και θα καθορίσει την καλύτερη δυνατή θεραπεία.
Απόφραξη του ρινοδακρυϊκού πόρου
Η πάθηση αυτή χαρακτηρίζεται από την απόφραξη του πόρου που μεταφέρει τα δάκρυα από τον οφθαλμό στο εσωτερικό της μύτης. Σαν αποτέλεσμα, το μάτι του ασθενούς εμφανίζει αυξημένα δάκρυα και εάν επιμολυνθεί από παθογόνο παράγοντα (βακτήριο) εμφανίζει φλεγμονή με πόνο και ερυθρότητα.
Η δακρυοκυστίτιδα απαιτεί συνεργασία ωτορινολαρυγγολόγου , οφθαλμιάτρου και ακτινολόγου για τη διενέργεια δακρυοσκόπησης. Εάν κριθεί αναγκαία η παροχέτευση του δακρυϊκού ασκού διενεργείται ενδοσκοπικά, στο χειρουργείο και ονομάζεται δακρυοασκορινοστομία ( DCR).